Η Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή Αθηνών ιδρύθηκε το 1920. Η σχολή εγκαταστάθηκε στο κτήμα Χασεκή, στον Βοτανικό, εκεί όπου από το 1888 λειτουργούσε η Τριανταφυλλίδειος Γεωργική Σχολή. Το 1989, η Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών αναβαθμίζεται σε Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα ιδρύονται επτά ανεξάρτητα τμήματα. Το 1995, το Γεωργικό Πανεπιστήμιο Αθηνών μετονομάζεται σε Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο χώρος μελέτης, που διατέθηκε για την ανάπτυξη επέκταση και αναδιάρθρωση του κελύφους του υφιστάμενου κτιρίου της «Φοιτητικής Λέσχης», με υπηρεσίες διοίκησης, οικονομικής διαχείρισης, εστίασης, εκδηλώσεων και υγειονομικών υπηρεσιών αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα (υπόγειο, ισόγειο, πατάρι ισογείου). και εκτείνεται στον άξονα της Ιεράς Οδού και στο προς βορρά τμήμα της έκτασης ιδιοκτησίας του Γεωργικού Πανεπιστήμιου Αθηνών.
Εκπονήθηκαν οι μελέτες εγκαταστάσεων ύδρευσης, αποχετεύσεων ακαθάρτων – ομβρίων, ηλεκτρικών, τηλεφώνων, κλιματισμού, θέρμανσης, καυσίμου αερίου, ηλεκτροακουστικών και ενεργητικής πυροπροστασίας στο στάδιο της οριστικής μελέτης.
Στην μελέτη ύδρευσης, για την εξυπηρέτηση των αναγκών υδροδότησης των υδραυλικών υποδοχέων του κτιρίου, προτάθηκε παραγωγή ζεστού νερού από ηλιακούς συλλέκτες και από καυστήρα καυσίμου αερίου.
Στην μελέτη αποχέτευσης ακαθάρτων προτάθηκε η αντικατάσταση του υφιστάμενου δικτύου με νέο με παράλληλη κατασκευή ανεξάρτητου δικτύου για την αποχέτευση ακαθάρτων του μαγειρείου και στην μελέτη αποχέτευσης ομβρίων η κατασκευή επισκέψιμου ενδοδαπέδιου δικτύου καναλιών με σιφώνια και μέσω δεξαμενής συγκέντρωσης προώθησή τους στο δίκτυο πόλης από τον χώρο του αιθρίου.
Η μελέτη ηλεκτρικής εγκατάστασης για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος για φωτισμό και λειτουργία συσκευών και μηχανημάτων σχεδιάσθηκε να γίνει μέσω γενικού πίνακα τύπου πεδίου δύο τμημάτων (κανονικών και αναγκαίων φορτίων) και τοπικών πινάκων ακτινωτής τροφοδότησης. Στους χώρους, όπου προβλέφθηκε κλιματισμός, τοποθετήθηκαν τοπικές μονάδες ανεμιστήρα-στοιχείου τύπου οροφής ή δαπέδου με προσαγωγή προκλιματισμένου αέρα μέσω κεντρικών κλιματιστικών μονάδων, για δε την θέρμανση προτάθηκε η εγκατάσταση κοινών κοινών χαλύβδινων θερμαντικών σωμάτων.